παλαβία

παλαβία
η
[παλαβός]
η ιδιότητα και η συμπεριφορά τού παλαβού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλαβός — ή, ό 1. ανισόρροπος, τρελός 2. ανόητος, ασύνετος 3. παράτολμος, ριψοκίνδυνος 4. παράφορα ερωτευμένος. επίρρ... παλαβά με παλαβό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *παλαλός < ἀπολωλός, μτχ. τού ἀπόλλυμαι. Κατ άλλους το επίθ. έχει προέλθει από το ουσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”